- τρακατρούκα
- τρακατρούκα, η και στρακαστρούκα, η1. μικρό πυροτέχνημα που παράγει αλλεπάλληλους εκρηχτικούς κρότους, κροτίδα, βαρελότο.2. μτφ., πληθ., τρακατρούκες, οι απειλές ή υποσχέσεις απραγματοποίητες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.